- ποιηβόρος
- ποιη-βόρος, grasfressend, Gras fressen, haben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποιηβόρος — ον, Α αυτός που τρώει γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
ποιηβόρους — ποιηβόρος grass eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιηβορώ — έω, Μ [ποιηβόρος] τρώω γρασίδι … Dictionary of Greek